- ἀπαυλίζομαι
- ἀπαυλ-ίζομαι, [tense] aor. -ηυλίσθην,A sleep or live away from,
τῆς πόλεως D.H.8.87
;ἀπὸ τῆς νύμφης Poll.3.39
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς πόλεως D.H.8.87
;ἀπὸ τῆς νύμφης Poll.3.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπαυλισθῆναι — ἀπαυλίζομαι sleep aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυλίζεται — ἀπαυλίζομαι sleep pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλίζομαι — (AM αὐλίζομαι και αὐλίζω) 1. διανυκτερεύω 2. στρατοπεδεύω νεοελλ. χρησιμοποιώ κάποιο χώρο ως αυλή μσν. αὐλίζω διαμένω, κατοικώ αρχ. ( ομαι) 1. είμαι, βρίσκομαι στην αυλή ή στη μάντρα 2. (για το αίμα) συσσωρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή, σε… … Dictionary of Greek